εναγώνιος

εναγώνιος
α, ο [ος , ον ] беспокойный, тревожный;

εναγώνιες κραυγές — тревожные крики;

εναγώνια προσδοκία — тревожное ожидашие;

εναγώνια επίκληση βοήθειας — мольба о помощи


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εναγώνιος" в других словарях:

  • ἐναγώνιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναγώνιος — α, ο (AM ἐναγώνιος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος… …   Dictionary of Greek

  • εναγώνιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται με αγωνία, αγωνιώδης: Εναγώνιες επικλήσεις για βοήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναγωνιώτερον — ἐναγώνιος of masc acc comp sg ἐναγώνιος of neut nom/voc/acc comp sg ἐναγώνιος of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνίως — ἐναγώνιος of adverbial ἐναγώνιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγώνιον — ἐναγώνιος of masc/fem acc sg ἐναγώνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνιωτέροις — ἐναγώνιος of masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνιώτερος — ἐναγώνιος of masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνίοις — ἐναγώνιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνίου — ἐναγώνιος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνίους — ἐναγώνιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»